Μαντάμα Μπατερφλάι: υπερπαραγωγή στο Ηρώδειο
Αφέλεια, αγάπη και χαρακίρι!
Μια από τις πιο κοσμαγάπητες όπερες, τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι, ανεβάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή, στη δεύτερη καλοκαιρινή της παραγωγή στο Ηρώδειο (27-28 και 30-31/7), σε σκηνοθεσία του Αργεντινού Ούγκο ντε Άνα, διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη και δύο κορυφαίες σοπράνο να εναλλάσσονται στο ρόλο της 15χρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν.

M ετά την επιτυχημένη περσινή «Τόσκα», ο διάσημος Αργεντινός σκηνοθέτης Ούγκο ντε Άνα υπογράφει τη νέα μεγαλειώδη παραγωγή της ΕΛΣ. Οι φίλοι της όπερας παγκοσμίως τον γνωρίζουν για τα θεαματικά σκηνικά του αλλά και για την εντυπωσιακή χρήση των φωτισμών και των προβολών βίντεο (τα επιμελούνται ο Βινίτσιο Κέλι και ο Σέρτζιο Μετάλι αντίστοιχα). Έχει τη φήμη του ιδιαίτερα απαιτητικού και αυστηρού σκηνοθέτη, που αναζητά τις λεπτές αποχρώσεις των ερμηνειών, παρότι ταυτόχρονα είναι ικανός να εξασφαλίζει το «μεγάλο θέαμα». Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ Μύρωνας Μιχαηλίδης κρατά τη μουσική διεύθυνση, ενώ η διεθνούς επιπέδου διανομή συμπληρώνει την all star παραγωγή. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη όπερα του Πουτσίνι, η «Μαντάμα Μπατερφλάι» στηρίζεται στον κεντρικό χαρακτήρα, που δεν εγκαταλείπει σχεδόν ποτέ τη σκηνή!
Ο ρόλος της Τσο-Τσο-Σαν σκιαγραφείται με μεγάλη ευαισθησία και αναπτύσσεται σταδιακά μέχρι το τέλος. Εξουθενωτικός φωνητικά, απαιτεί λυρικοδραματική σοπράνο, η οποία θα μπορέσει να αρθεί πειστικά από την αφελή παιδούλα των πρώτων σκηνών στην αποφασισμένη τραγική ηρωίδα του φινάλε, αποφεύγοντας ευτελείς ερμηνευτικούς μανιερισμούς. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο εναλλάσσονται η Ιταλίδα υψίφωνος Μαρία Λουιτζία Μπόρσι και η Ρουμάνα Τσέλια Κοστέα, το μουσικότατο πορτρέτο της οποίας εντυπωσίασε πρόσφατα στην Όπερα της Νις. Στο ρόλο του Πίνκερτον εμφανίζονται οι Ιταλοί τενόροι Βάλτερ Φρακάρο και Λουτσιάνο Γκάντσι, με όπλα τους την εμπειρία και τα νιάτα, αντίστοιχα. Τη Σουτζούκι ερμηνεύει η εντυπωσιακή ανερχόμενη Ρωσίδα μεσόφωνος Ολέσα Πέτροβα, ενώ το ρόλο του Σάρπλες οι Έλληνες βαρύτονοι Δημήτρης Πλατανιάς και Διονύσης Σούρμπης, σταθερές αξίες του λυρικού μας τραγουδιού.
Η υπόθεση στρέφεται γύρω από το μοιραίο έρωτα της 15χρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον υποπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ Πίνκερτον. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την Αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, μαθαίνοντας ότι έχει αποκτήσει γιο από την Μπατερφλάι. Εκείνη δέχεται να τους παραδώσει το παιδί, αλλά στη συνέχεια αυτοκτονεί. Η «Μαντάμα Μπατερφλάι», η οποία υπήρξε η πρώτη όπερα που παρουσιάστηκε από την ΕΛΣ το 1940 (λίγες ημέρες πριν από την 28η Οκτωβρίου!), κρύβει μέσα της μια περιπετειώδη ιστορία αποδοχής από το κοινό. Η πρεμιέρα της στη Σκάλα του Μιλάνο τον Φεβρουάριο του 1904 ήταν η απόλυτη καταστροφή, ίσως γιατί, υπό το φως της μεγάλης εχθρότητας των Ιταλών για την αρ νουβό, υπήρχε η αίσθηση ότι η καθαρότητα της μουσικής τους μολυνόταν. Τρεις μήνες αργότερα, πάντως, το δεύτερο ανέβασμά της στην Μπρέσια σημαδεύτηκε από ενθουσιώδη υποδοχή.
Ο Πουτσίνι συνέθεσε τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» επηρεασμένος από ένα λαϊκό θεατρικό έργο που είχε παρακολουθήσει στο Λονδίνο και αντιλαμβανόμενος απόλυτα τη σημασία της αντιπαράθεσης των δύο πολιτισμών, του εξωτικού ιαπωνικού και του δυτικού αμερικανικού, στοιχείο που αποτέλεσε, εξάλλου, και την πηγή της μουσικής του έμπνευσης. Ο ίδιος την είχε χαρακτηρίσει την πιο αγαπημένη του όπερα, ενώ με τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του έργου μετέτρεψε την αλαβάστρινη μορφή της ηρωίδας του σε σύμβολο της ανεξάντλητης υπομονής και της αιώνιας αγάπης. Έκτοτε, η όπερα αποτελεί σταθερό πυλώνα του ρεπερτορίου κάθε λυρικού θεάτρου, ενώ έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο από τον Φρεντερίκ Μιτεράν. Συγκινεί διαχρονικά και προκαλεί έντονα συναισθήματα με τη μελωδική μουσική, τις υπέροχες άριες και το δραματικό χαρακτήρα της. Πάντως, οι σταδιακές τροποποιήσεις που επέφερε ο Πουτσίνι άμβλυναν την αρχική αιχμηρή σκιαγράφηση προσώπων και καταστάσεων προς όφελος ενός κάποιου αστικού καθωσπρεπισμού.
Δίχως να ξεφύγει από τη λογική του βερισμού, με τις έντονες αντιθέσεις και την αγάπη προς τις θεατρικές λύσεις, η επιτυχία της παρτιτούρας δεν βασίζεται μόνο στην εύστοχη απόδοση χαρακτήρων και συναισθημάτων. Μεγάλη σημασία έχει εξίσου η εξαιρετικά προσεγμένη, λεπταίσθητη ενορχήστρωση, που αξιοποιεί τόσο τις κατακτήσεις του ανατέλλοντος γαλλικού ιμπρεσιονισμού όσο και στοιχεία της παραδοσιακής ιαπωνικής μουσικής. Πιστός στο ρεαλισμό, ο Πουτσίνι χρησιμοποίησε μέχρι και τον εθνικό ύμνο των ΗΠΑ για την επένδυση των αμερικανικής καταγωγής χαρακτήρων!
Η «Μαντάμα Μπατερφλάι» ανεβαίνει στο Ηρώδειο για τέσσερις παραστάσεις, στις 27-28 και 30-31/7.